- συφιλομανία
- και συφιλιδομανία, η, Ν [συφιλ(ιδ)ομανής]1. ψυχοπάθεια κατά την οποία διαβλέπει κανείς σε κάθε νόσο συμπτώματα σύφιλης2. μονομανία κατά την οποία ασθενής, ο οποίος έχει θεραπευθεί από τη σύφιλη, νομίζει ότι πάσχει ακόμη.
Dictionary of Greek. 2013.