συφιλομανία

συφιλομανία
και συφιλιδομανία, η, Ν [συφιλ(ιδ)ομανής]
1. ψυχοπάθεια κατά την οποία διαβλέπει κανείς σε κάθε νόσο συμπτώματα σύφιλης
2. μονομανία κατά την οποία ασθενής, ο οποίος έχει θεραπευθεί από τη σύφιλη, νομίζει ότι πάσχει ακόμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συφιλιδομανία — η, Ν βλ. συφιλομανία …   Dictionary of Greek

  • συφιλομανής — και συφιλιδομανής, ές, Ν αυτός που πάσχει από συφιλομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη / σύφιλις, ίλιδος + μανής (< μαίνομαι*), πρβλ. ναρκομανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”